- ἑώων
- ἠώςdawnfem gen pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑῴων — ἑώιος eastern masc/fem/neut gen pl ἑῴ̱ων , ἑῷος in or of the morning fem gen pl ἑῴ̱ων , ἑῷος in or of the morning masc/neut gen pl ἑῴ̱ων , ἑῷος in or of the morning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek